- ἐρισάλπιγξ
- ἐρῐσάλπιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ,A loud-trumpeting, name of a bird in Sch. Ar.Av.884 : in Hsch. [full] ἠρισάλπιγξ.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηρισάλπιγξ — ἠρισάλπιγξ και ἐρισάλπιγξ, ό (Α) (ονομασία πτηνού) αυτός που σαλπίζει το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήρι «νωρίς, πρωί» + σάλπιγξ] … Dictionary of Greek